-
1 Over
prep.P. and V. ὑπερ (acc. or gen.).Upon: P. and V. ἐπί (dat.).All over: P. κατὰ πάντα.Over a wide space: P. ἐπὶ πολύ.(Exult, etc.) over: P. and V. ἐπί (dat.).Of authority: P. and V. ἐπί (dat.).Set over: P. and V. ἐφιστάναι (τινά τινι).He pronounces over them a fitting eulogy: P. λέγει ἐπʼ αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα (Thuc. 2, 34).Beyond, more than: P. and V. ὑπέρ (acc.).Fall over: P. ἐπιπίπτειν (dat.).Get over an illness: see Recover.It is all over with me: use P. and V. οἴχομαι (Plat.), ἀπόλωλα (perf. of ἀπολλύναι), V. ὄλωλα (perf. of ὀλλύναι); see be undone (Undone).Be over, be finished: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, παρελθεῖν ( 2nd aor. of παρέρχεσθαι), τελευτᾶν; see End.——————adv.In compounds: P. and V. ὑπέρ.Overmuch: P. and V. ὑπέρπολυς.Over and above, in addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπί (dat.).In addition: Ar. and V. προσέτι, V. καὶ πρός, πρός (rare P.).Over again: see Again.Over and over: see Repeatedly.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Over
-
2 End
subs.Conclusion: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.), V. τέρμα, τό, τέρμων, ὁ.About the end of the year: P. περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν (Dem. 731).End of anything that has been cut: P. and V. τομή, ἡ.Extreme point: P. and V. τὸ ἔσχατος or use adj., ἔσχατος, agreeing with substantive; e. g., the end of the line: P. and V. τάξις ἐσχάτη.Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχεσις (Thuc. 7, 6).They at once closed the great harbour with triremes set end to end: P. ἔκλῃον τὸν λιμένα εὐθὺς τὸν μέγαν... τριήρεσι πλαγίαις (Thuc. 7, 59).Aim, object: P. προαίρεσις, ἡ.Purpose: P. and V. γνώμη, ἡ, βούλευμα, τό.For personal ends: P. διʼ ἴδια κέρδη.Where the construction of both walls came to an end: P. ᾗπερ τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι ἔληγον (Thuc. 7, 6).Come to an end at a place: P. τελευτᾶν ἐπί (acc.) (Thuc. 8, 90).This is the action of an unscrupulous trickster who will come to a bad end: P. πονηροῦ ταῦτʼ ἐστι σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου (Dem. 937).Put an end to: P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see end, v.Stand on end: P. ὀρθὸς ἵστασθαι (Plat.), V. ὄρθιος ἑστηκέναι.——————v. trans.Conclude: P. τελεοῦν, V. τελειοῦν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν; see Conclude.Night ended the action: P. νύξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ (Thuc. 4, 25).Night having ended the action: P. ἀφελομένης νυκτὸς τὸ ἔργον (Thuc. 4, 134).V. intrans. P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, τελευτᾶν, V. ἐκτελευτᾶν.Lapse, expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν.End in: P. and V. τελευτᾶν εἰς (acc.).End off in: P. ἀποτελευτᾶν εἰς (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > End
-
3 Finishing
subs.Perfecting: P. ἀπεργασία, ἡ.Finishing touch: P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.), P. κολοφών, ὁ.Put the finishing touch to: P. κεφάλαιον ἐπιτιθέναι (ἐπί, dat.), κολοφῶνα ἐπιτιθέναι (dat.), τέλος ἐπιτιθέναι (dat.), V. θριγκοῦν (acc.).One further thing he did which put the finishing touch to all his former acts: P. ἐν ἐπεξειργάσατο ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος (Dem. 274).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Finishing
-
4 Rate
subs.Assessment: P. σύνταξις, ἡ, σύνταγμα, τό.Tax: Ar. and P. τέλος, τό.At the rate of: Ar. and P. ἐπί (dat.).At a high rate: P. ἐπὶ πολλῷ.Rate of interest: see per cent.At this rate, as things are going: use P. and V. οὕτω, οὕτως, ταύτῃ.At any rate: γε, γοῦν, γε μήν, ἀλλά, ἀλλά... γε.Rate of motion: P. φορά, ἡ.Speed: P. and V. τάχος, τό.——————v. trans.Estimate, assess: P. τάσσειν, συντάσσειν.Rate highty, value: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (acc.).Be rated among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), P. συντελεῖν εἰς (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rate
-
5 Crown
subs.Skull: P. and V. κρανίον, τό (Eur., Cycl. 647).Crown of the head: V. κορυφή, ἡ (also Xen. but rare P.).Garland,. etc.: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), Ar. στεφάνη, ἡ, V. στέφος, τό; see also Wreath.Diadem of eastern kings: P. διάδημα, τό (Xen.).met., power,.rule: P. and V. κράτος. τό, ἀρχή, ἡ, V. use also σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.Reward of victory: P. and V. στέφανος, ὁ.Contest where a crown is the prize: P. ἀγὼν στεφανίτης, ὁ.met., finishing touch: P. κεφαλαῖον, τό, κολοφών, ὁ, P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.) (lit., coping-stone).——————v. trans.P. and V. στεφανοῦν, στέφειν (Plat. but rare P.), V. ἐκστέφειν, ἀναστέφειν, καταστέφειν, ἐρέφειν, στεμματοῦν, πυκάζειν, ἐξαναστέφειν.met., put the finishing touch to: P. κεφαλαῖον ἐπιτιθέναι ἐπί (dat.), κολοφῶνα ἐπιτιθέναι (dat.), τέλος ἐπιτιθέναι (dat.), V. θριγκοῦν (acc.).Crown with success: P. and V. ὀρθοῦν (acc.), κατορθοῦν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crown
См. также в других словарях:
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek