Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἐπὶ τέλος

  • 1 Over

    prep.
    P. and V. περ (acc. or gen.).
    Upon: P. and V. ἐπ (dat.).
    Throughout: P. and V. δι (gen.), κατ (acc.), ν (acc.) (rare P.).
    All over: P. κατὰ πάντα.
    Over a wide space: P. ἐπὶ πολύ.
    Across: P. and V. πέρ (gen.), δι (gen.).
    Beyond: P. and V. πέρ (acc.); see Beyond.
    met., about: P. and V. πέρ (gen.). περ (acc. or gen.).
    (Exult, etc.) over: P. and V. ἐπ (dat.).
    Of authority: P. and V. ἐπ (dat.).
    Set over: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    He pronounces over them a fitting eulogy: P. λέγει ἐπʼ αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα (Thuc. 2, 34).
    Beyond, more than: P. and V. πέρ (acc.).
    Fall over: P. ἐπιπίπτειν (dat.).
    Get over, surmount: P. and V. περβαίνειν; see Surmount.
    Get over an illness: see Recover.
    It is all over with me: use P. and V. οἴχομαι (Plat.), πόλωλα (perf. of ἀπολλύναι), V. ὄλωλα (perf. of ὀλλύναι); see be undone (Undone).
    Be over, be finished: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβνειν, παρελθεῖν ( 2nd aor. of παρέρχεσθαι), τελευτᾶν; see End.
    Be over, remain over: P. and V. περιλείπεσθαι, λείπεσθαι, P. περιεῖναι, Ar. and P. περιγίγνεσθαι.
    Hand over: P. and V. παραδιδόναι.
    ——————
    adv.
    Excessively, too much: P. and V. γαν, λαν, περισσῶς; see Excessively.
    In compounds: P. and V. πέρ.
    Overmuch: P. and V. πέρπολυς.
    Over and above, in addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.).
    In addition: Ar. and V. προσέτι, V. καὶ πρός, πρός (rare P.).
    Over again: see Again.
    Over against: see Near, Opposite.
    Over and over: see Repeatedly.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Over

  • 2 End

    subs.
    Conclusion: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.), V. τέρμα, τό, τέρμων, ὁ.
    met., death: P. and V. θνατος, ὁ, τελεστή, ἡ.
    About the end of the year: P. περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν (Dem. 731).
    End of anything that has been cut: P. and V. τομή, ἡ.
    Extreme point: P. and V. τὸ ἔσχατος or use adj., ἔσχατος, agreeing with substantive; e. g., the end of the line: P. and V. τάξις ἐσχτη.
    Point: Ar. and V. ἀκμή, ἡ; see Point.
    Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχεσις (Thuc. 7, 6).
    They at once closed the great harbour with triremes set end to end: P. ἔκλῃον τὸν λιμένα εὐθὺς τὸν μέγαν... τριήρεσι πλαγίαις (Thuc. 7, 59).
    Aim, object: P. προαίρεσις, ἡ.
    Purpose: P. and V. γνώμη, ἡ, βούλευμα, τό.
    For personal ends: P. διʼ ἴδια κέρδη.
    Come to an end: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβνειν; see end, v.
    Where the construction of both walls came to an end: P. ᾗπερ τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι ἔληγον (Thuc. 7, 6).
    Come to an end at a place: P. τελευτᾶν ἐπί (acc.) (Thuc. 8, 90).
    This is the action of an unscrupulous trickster who will come to a bad end: P. πονηροῦ ταῦτʼ ἐστι σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου (Dem. 937).
    In the end, at last: P. and V. τέλος; see at last, under Last.
    Put an end to: P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see end, v.
    Stand on end: P. ὀρθὸς ἵστασθαι (Plat.), V. ὄρθιος ἑστηκέναι.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. παύειν, περαίνειν, λύειν, Ar. and P. διαλειν, καταλειν, καταπαύειν.
    Conclude: P. τελεοῦν, V. τελειοῦν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν; see Conclude.
    End one's life: P. and V. τελευτᾶν ( with βίον or absol.).
    End ( a speech): P. and V. τελευτᾶν (acc. or gen.).
    Night ended the action: P. νύξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ (Thuc. 4, 25).
    Night having ended the action: P. ἀφελομένης νυκτὸς τὸ ἔργον (Thuc. 4, 134).
    V. intrans. P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβνειν, τελευτᾶν, V. ἐκτελευτᾶν.
    Lapse, expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν.
    Cease: P. and V. παύεσθαι, λήγειν (Plat.); see Cease.
    End in: P. and V. τελευτᾶν εἰς (acc.).
    End off in: P. ἀποτελευτᾶν εἰς (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > End

  • 3 Finishing

    subs.
    Perfecting: P. ἀπεργασία, ἡ.
    Finishing touch: P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.), P. κολοφών, ὁ.
    Put the finishing touch to: P. κεφάλαιον ἐπιτιθέναι (ἐπί, dat.), κολοφῶνα ἐπιτιθέναι (dat.), τέλος ἐπιτιθέναι (dat.), V. θριγκοῦν (acc.).
    One further thing he did which put the finishing touch to all his former acts: P. ἐν ἐπεξειργάσατο ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος (Dem. 274).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Finishing

  • 4 Rate

    subs.
    Assessment: P. σύνταξις, ἡ, σύνταγμα, τό.
    Tax: Ar. and P. τέλος, τό.
    Price: Ar. and P. τιμή, ἡ, P. ὠνή, ἡ, P. and V. ἀξία, ἡ, V. τῖμος, ὁ; see Price.
    At the rate of: Ar. and P. ἐπ (dat.).
    At a high rate: P. ἐπὶ πολλῷ.
    Rate of interest: see per cent.
    At this rate, as things are going: use P. and V. οὕτω, οὕτως, ταύτῃ.
    At any rate: γε, γοῦν, γε μήν, ἀλλ, ἀλλά... γε.
    Rate of motion: P. φορά, ἡ.
    Speed: P. and V. τχος, τό.
    ——————
    v. trans.
    Estimate, assess: P. τάσσειν, συντάσσειν.
    Rate highty, value: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (acc.).
    Reckon, consider: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι; see Consider.
    Be rated among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), P. συντελεῖν εἰς (acc.).
    Blame: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), ψέγειν; see Blame.
    Abuse: P. and V. κακῶς λέγειν; see Abuse.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rate

  • 5 Crown

    subs.
    Skull: P. and V. κρανίον, τό (Eur., Cycl. 647).
    Crown of the head: V. κορυφή, ἡ (also Xen. but rare P.).
    Garland,. etc.: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), Ar. στεφνη, ἡ, V. στέφος, τό; see also Wreath.
    Diadem of eastern kings: P. διάδημα, τό (Xen.).
    Tiara: P. and V. τιρα, ἡ (Plat. and Soph., frag.).
    met., power,.rule: P. and V. κρτος. τό, ἀρχή, ἡ, V. use also σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.
    Reward of victory: P. and V. στέφανος, ὁ.
    Contest where a crown is the prize: P. ἀγὼν στεφανίτης, ὁ.
    met., finishing touch: P. κεφαλαῖον, τό, κολοφών, ὁ, P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.) (lit., coping-stone).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. στεφανοῦν, στέφειν (Plat. but rare P.), V. ἐκστέφειν, ναστέφειν, καταστέφειν, ἐρέφειν, στεμματοῦν, πυκάζειν, ἐξαναστέφειν.
    Crown (as victor.): Ar. and P. ναδεῖν, ταινιοῦν.
    met., put the finishing touch to: P. κεφαλαῖον ἐπιτιθέναι ἐπί (dat.), κολοφῶνα ἐπιτιθέναι (dat.), τέλος ἐπιτιθέναι (dat.), V. θριγκοῦν (acc.).
    Crown with success: P. and V. ὀρθοῦν (acc.), κατορθοῦν (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crown

См. также в других словарях:

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»